- μαγκάλι
- το жаровня, мангал;
§ η αγκάλη ή μαγκάλι — иль в обнимку, иль на тёплую перинку (при морозе, холодной погоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η αγκάλη ή μαγκάλι — иль в обнимку, иль на тёплую перинку (при морозе, холодной погоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκάλι — Φορητή συσκευή μέσα στην οποία διατηρούνται αναμμένα ξυλοκάρβουνα για τη θέρμανση μικρών χώρων. Τα μ. κατασκευάζονται από μέταλλο ή από πηλό. Κατά την αρχαιότητα κατασκευάζονταν πολυτελή μ., κυρίως από χαλκό. Η λέξη πάντως είναι αραβικής… … Dictionary of Greek
μαγκάλι — το ιού (λ. τουρκ.), μετάλλινη λεκάνη μέσα στην οποία τοποθετούνται αναμμένα ξυλοκάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων, το πύραυνο: Στο παρελθόν η οικογένεια μαζευόταν κάθε βράδυ γύρω από το μαγκάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
ανθράκιον — το (Α ἀνθράκιον) το καρ βουνάκι νεοελλ. 1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα 2. ορυκτό πυριτικό αρχ. 1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια… … Dictionary of Greek
εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… … Dictionary of Greek
εσχαρίς — ἐσχαρίς, ἡ (Α) [εσχάρα] 1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι 2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
κανούνιν — κανούνιν, τὸ (Μ) το μαγκάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανοῡν (συνηρ. τ. τού κάνεον) «είδος καλαθιού»] … Dictionary of Greek
κατζίον — το (AM κατζίον) νεοελλ. μσν. είδος θυμιατού αρχ. μαγκάλι … Dictionary of Greek
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λεβήτιον — λεβήτιον, τὸ (Α) [λέβης] υποκορ. τού λέβης) 1. μικρός λέβητας, καζανάκι, μικρό δοχείο 2. μικρό πύραυνο, μαγκάλι … Dictionary of Greek